- στάμνος
- ὁ, ἡ, ΝΜΑπήλινο ευρύστομο αγγείο με υψηλούς καμπύλους ώμους, κοντό λαιμό, αρκετά μεγάλη κοιλιά και δύο οριζόντιες λαβές στην ευρύτερη διάμετρό του το οποίο εμφανίστηκε στην αττική κεραμεική το β' τέταρτο τού 6ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για την αποθήκευση και μεταφορά υγρών, κυρίως κρασιού, λαδιού και νερού («ἀμφορέατὸν δίωτον στάμνον Ἀττικῶς, στάμνον Ἑλληνικῶς», Μοίρ.)μσν.μτφ. η γαστήρ τής Θεοτόκουμσν.-αρχ.η στάμνααρχ.1. πήλινο μικρό αγγείο για εναποθήκευση χρημάτων, κουμπαράς2. κληρωτίδα3. αγγείο για μέτρηση λαδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- τού ἵστημι* με έρρινο επίθημα -μν-ος (μηδενισμένη βαθμίδα τού επιθήματος -μην / -μων / -μα, πρβλ. ἔρυ-μα: ἐρυ-μνός, λιμήν: λί-μνη), βλ. και λ. σταμίνα].
Dictionary of Greek. 2013.